ἐπιτίμησε

ἐπιτίμησε
ἐπιτί̱μησε , ἐπιτιμάω
aor ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξάψαλμος — ο (Μ ἑξάψαλμος) οι έξι ψαλμοί τού Δαβίδ (2ος, 37ος, 42ος, 87ος, 102ος, 142ος) που διαβάζονται στην αρχή τού όρθρου νεοελλ. φρ. «τού ψαλε τον εξάψαλμο» τόν επιτίμησε (δημόσια συνήθως) με μακρές και σκληρές κατηγορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ… …   Dictionary of Greek

  • επιτιμώ — (AM ἐπιτιμῶ, άω, ιων. τ. ἐπιτιμέω) [τιμώ] επιπλήττω, κατακρίνω, ελέγχω, κατηγορώ, μαλώνω («τόν επιτίμησε για την αμέλειά του») αρχ. μσν. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («τοῑς μέν ἐξάρνοις ἐπετιμήσατε», Αισχίν.) αρχ. 1. ορίζω την τιμή, εκτιμώ 2. σέβομαι,… …   Dictionary of Greek

  • καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • Ονώριος — I (Κωνσταντινούπολη 384 – Ραβένα 423). Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (395 423) μετά την οριστική διαίρεση της (395) από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μεγάλο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Η βασιλεία του Ο. –που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”